καθυφίημι

καθυφίημι
καθυφίημι (Α)
(επιτατ. τού υφίημι)
1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.)
2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με δόλιο τρόπο («πεισθεὶς ὁπόσῳ δήποτε ἀργυρίῳ, καθυφεὶς τὸν ἀγῶνα», Δημοσθ.)
3. αποσύρομαι, εγκαταλείπω, και ειδικά εγκαταλείπω τη δίκη
4. υποχωρώ, ενδίδω («ἐντόνως ἔλεγον ὡς οὐ χρείη καθυφίεσθαι τοῖς ἐν Πειραιεῑ», Ξεν.)
5. (για γιατρό) θεραπεύω αμελώς, χωρίς προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑφι-ίημι «εγκαταλείπω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθυφίημι — give up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφίει — καθυφίημι give up pres imperat act 2nd sg καθυφίημι give up pres imperat act 2nd sg καθυφί̱ει , καθυφίημι give up imperf ind act 3rd sg (attic epic) καθυφίημι give up imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφείμεθα — καθυφίημι give up aor ind mid 1st pl καθυφίημι give up plup ind mp 1st pl καθυφίημι give up perf ind mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφίησι — καθυφίημι give up pres ind act 3rd sg καθυφίημι give up pres subj act 3rd sg (epic) καθυφίημι give up pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφίησιν — καθυφίημι give up pres ind act 3rd sg καθυφίημι give up pres subj act 3rd sg (epic) καθυφίημι give up pres subj mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφεικότα — καθυφίημι give up perf part act neut nom/voc/acc pl καθυφίημι give up perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφειμένον — καθυφίημι give up perf part mp masc acc sg καθυφίημι give up perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφεῖεν — καθυφίημι give up aor opt act 3rd pl καθυφίημι give up aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφεῖκε — καθυφίημι give up perf imperat act 2nd sg καθυφίημι give up perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφεῖκεν — καθυφίημι give up plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) καθυφίημι give up perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”